- λεκάνη
- Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η γούρνα, το δοχείο στα αποχωρητήρια και η σκάφη των ελαιοτριβείων, μέσα στην οποία χύνεται το λάδι.
(Γεωλ.) λ. απορροής ποταμού. Η συνολική έκταση της επιφάνειας της Γης, από την οποία τροφοδοτείται με νερό ένας ποταμός. Αποτελεί ένα από τα κύρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν το μέγεθος ενός ποταμού και, σε μεγάλο βαθμό αλλά όχι απόλυτα, καθορίζουν την παροχή του, δηλαδή τον όγκο του νερού ανά δευτερόλεπτο που οδηγεί ο ποταμός αυτός στις εκβολές του. Ενδεικτικά, η λ. απορροής του Αμαζονίου ξεπερνά τα 6.000.000 τ. χλμ., δηλαδή 46 φορές μεγαλύτερη από την έκταση της Ελλάδας. Αντίθετα, η λ. απορροής του Πηνειού της Θεσσαλίας μόλις ξεπερνά τα 10.700 τ. χλμ. Ωστόσο, η μεγάλη έκταση της λ. απορροής δεν αντιστοιχεί απαραίτητα στην αντίστοιχη παροχή στις εκβολές, καθώς σημαντικό ρόλο διαδραματίζει επίσης η σύσταση του εδάφους και οι κλιματικές συνθήκες που αντιμετωπίζει ο ποταμός στην πορεία του. Ο Νείλος, για παράδειγμα, αποστραγγίζει τα νερά μιας έκτασης που είναι 21 φορές μεγαλύτερη από την έκταση της Ελλάδας, αλλά η παροχή στις εκβολές του είναι μόνο 2.500 κ.μ./δευτ., γιατί διασχίζει την έρημο και υφίσταται μεγάλες απώλειες κατά μήκος της ροής του.
(Ανατ.) λ. ή πύελος. Το κατώτερο τμήμα του κορμού, που αποτελεί μια οστέινη ζώνη σε σχήμα νιπτήρα επενδεδυμένη με μαλακά μόρια. Τα οστά που την αποτελούν είναι το ιερό, ο κόκκυγας και τα δύο ανώνυμα. Το καθένα από τα δύο ανώνυμα οστά αποτελείται από τρία μέρη: το λαγόνιο, το ηβικό και το ισχιακό. Όλα αυτά τα οστά ενώνονται μεταξύ τους με συμφύσεις: την ηβική προς τα εμπρός, την ιεροκοκκυγική και τις δύο ιερολαγονίες προς τα πίσω. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται η οστέινη κοιλότητα της λ., η οποία προστατεύει έτσι τα σπλάγχνα που περιέχει από εξωτερικούς τραυματισμούς. Η λ. επιτελεί και στατική λειτουργία μεταφέροντας το βάρος της κεφαλής, του κορμού και των άνω άκρων στα δύο μηριαία οστά (ισχιακές αρθρώσεις)· ως εκ τούτου συμμετέχει στη λειτουργία κίνησης του σώματος. Ιδιαίτερη σημασία έχει η λ. στις γυναίκες για την εξέλιξη της κύησης και για τον τοκετό. Τα κατάγματα της λ. είναι σχετικά σπάνια γιατί απαιτούνται ισχυροί τραυματισμοί, αλλά όταν συμβούν είναι πάντα ιδιαίτερα σοβαρά.
Η λεκάνη απορροής ενός ποταμού αντιπροσωπεύεται από το έδαφος αποστράγγισής του. Στο ορεινό τμήμα της λεκάνης (στο σχήμα) η διαβρωτική δύναμη των υδάτινων ρευμάτων είναι μεγαλύτερη· για vα αποφευχθούν οι φθορές των εδαφών, είναι ανάγκη να γίνουν έργα προστασίας με αναχώματα και αναδασώσεις. Ο υδροκρίτης (με κόκκινο) διαχωρίζει τη λεκάνη αυτή από τις γειτονικές.
* * *η (AM λεκάνη)βαθύ και πλατύστομο δοχείο, κυκλικού συνήθως σχήματος, που χρησιμοποιείται για πλύσιμο τών χεριών ή τών ποδιών ή για διάφορες ανάγκες τού σπιτιούνεοελλ.1. λαξευτή πέτρα σε σχήμα σκάφης κάτω από βρύση ή κοντά σε βρύση ή πηγάδι, που χρησιμοποιείται για το πότισμα ζώων, γούρνα2. λαξευτό μάρμαρο ή σκάφη σε ελαιοτριβείο, όπου ρέει το λάδι3. δοχείο πήλινο ή πορσελάνινο που τοποθετείται στα αποχωρητήρια για τις φυσικές ανάγκες τού ανθρώπου4. λεκανοπέδιο5. κλειστή, τελείως ή εν μέρει, θάλασσα (α. «η λεκάνη τής Κασπίας» β. «η λεκάνη τής Μεσογείου»)6. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών, δηλ. τών δύο ανώνυμων, τού ιερού και τού κόκκυγα, που σχηματίζουν κοιλότητα στο κατώτερο τμήμα τού κορμού, στον οποίο χρησιμεύουν ως βάση, προσφέροντας επίσης στήριγμα στα κάτω άκρα, αλλ. πύελος7. (μεταλργ.) βασικό τμήμα μεταλλουργικών καμίνων, το οποίο έχει σχήμα κόλουρου κώνου με τη μεγάλη βάση προς τα κάτω, αλλ. φάρυγγας8. το κύριο σώμα τής ναυπηγικής δεξαμενής και ειδικότερα το κατώτερο τμήμα τής πλωτής δεξαμενής9. ωκεαν. θαλάσσια περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη δραστηριότητα μετασχηματισμού τών υδάτινων μαζών (α. «λεκάνη αραίωσης» β. «λεκάνη συγκέντρωσης»)10. φρ. «λεκάνη απορροής»γεωλ. περιοχή τής οποίας τα επιφανειακά ύδατα αποστραγγίζονται σε ένα ποτάμιο σύστημα και η οποία ορίζεται από υδροκριτικές γραμμές, αλλ. λεκάνη αποστράγγισης(αρχ) μικρή σκάφη τών κτιστών, πηλοφόρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λεκάνη εμφανίζει επίθημα -άνη (πρβλ. οὐρ-άνη, σκαπ-άνη). Μαρτυρείται και παρλλ. τ. λέκος (τὸ), πρβλ. ἕρκος: ἑρκάνη, στέφος: στεφάνη. Συνδέονται με λατ. lanx και έχει επιχειρηθεί αναγωγή τους σε ΙΕ ρίζα *(e)leq- «κάμπτω», στην οποία ανάγονται πιθ. και οι τ. λοξός και λέχριος. Κατ' άλλη άποψη, η λατ. λ. είναι δάνεια.ΠΑΡ. λεκανίςαρχ.λεκανίδιον, λεκάνιον, λεκανίσκη, λέκανος, λεκάριοννεοελλ.λεκάνειος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λεκανοειδής, λεκανομαντ(ε)ία, λεκανομάντης (-όμαντις), λεκανοσκοπίααρχ.λεκανόπωλιςμσν.λεκανοπέτρινον, λεκανόπουλον νεοελλ. λεκανοπέδιο.
Dictionary of Greek. 2013.